- πρώτιο
- το, Ν(πυρην. -χημ.) ονομασία που μερικές φορές χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό τού ισοτόπου 1 τού υδρογόνου (Η-1), όταν πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα σε αυτό και στα άλλα ισότοπά του.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protium < prot- (< πρώτος) + νεολατ. κατάλ. -ium].
Dictionary of Greek. 2013.